- ακτινολογία
- Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη θεραπευτική.
Η α. εμφανίστηκε το 1895, όταν ο Ρέντγκεν (βλ. λ.) ανακάλυψε τις ακτίνεςΧ, και αναπτύχθηκε ταχύτατα, εξαιτίας τόσο της ολοφάνερης χρησιμότητας των πρακτικών εφαρμογών της, όσο και της σύγχρονης τεχνικής προόδου. Μέσα σε σχεδόν είκοσι χρόνια από την ανακάλυψη του Ρέντγκεν, οι δυνατότητες της απλής ακτινολογικής εξέτασης μπορούσαν να θεωρηθούν ως εντελώς διευκρινισμένες και άρχισαν να εισάγονται οι διαγνωστικές μέθοδοι σκιερής αντίθεσης. Προηγουμένως, είχαν γίνει οι πρώτες απόπειρες εφαρμογής ακτινοθεραπείας στις νεοπλασίες του δέρματος και στις λευχαιμίες. Το 1912 έγινε η πρώτη ακτινοκυμογραφία, το 1929 η πρώτη ουρογραφία και το 1930 αρχίζουν οι πρώτες μελέτες της τομογραφίας. Από τους νεότερους σταθμούς στην εξέλιξη της α. αναφέρουμε τις πρώτες έρευνες με ραδιοϊσότοπα (1939) και τις πρώτες κλινικές εφαρμογές του βητάτρου και του ραδιενεργού κοβαλτίου (1947).
Η α. διαιρείται σε δύο μεγάλους κλάδους: την ακτινοδιαγνωστική και την ακτινοθεραπεία. Η ακτινολογική διερεύνηση έχει αποδειχθεί επιπλέον πολύ χρήσιμη για την ανατομία και τη φυσιολογία. Η ακτινοδιαγνωστική βασίζεται τεχνικά σε δύο ιδιότητες των ακτίνων Ρέντγκεν: α) να διαπερνούν τους ιστούς σε ποικίλο βαθμό, ανάλογα με την πυκνότητα και το πάχος τους, και β) να προσβάλλουν τη φωτογραφική πλάκα ή να προκαλούν φθορισμό στο πλατινοκυανιούχο βάριο, το βολφραμικό ασβέστιο και σε άλλα άλατα, γεγονός που επιτρέπει να απεικονίζονται σε φωτογραφικά φιλμ ή σε κατάλληλες οθόνες τα διάφορα όργανα του σώματος, ανάλογα με την ακτινολογική τους διαφάνεια ή σκιερότητα και πιο πολύ ανάλογα με την αντίθεση της σκιερότητάς τους και της σκιερότητας των ιστών που τα περιβάλλουν.
Σε μια απλή ακτινολογική εξέταση διακρίνονται συνεπώς καλά τα όργανα που έχουν σημαντική πυκνότητα, όπως τα οστά ή όσα περιβάλλονται από ιστούς με ακτινολογική πυκνότητα σαφώς διαφορετική, όπως η καρδιά, της οποίας η σκιά προσδιορίζεται από τη διαφάνεια των γύρω πνευμονικών πεδίων. Για να φανούν τα όργανα και οι σωματικές κοιλότητες που δεν διακρίνονται σε μια απλή ακτινολογική εξέταση, η α. καταφεύγει στη μέθοδο εισαγωγής στον οργανισμό τεχνητών μέσων αντίθεσης που μπορούν να εμφανίζονται πιο σκιερά από τους οργανικούς ιστούς (θετικά μέσα) ή πιο διαφανή (αρνητικά μέσα).
Για να γίνει ορατό το πεπτικό σύστημα π.χ. χρησιμοποιούνται ουσίες που είναι αδιαπέραστες από τις ακτίνες, όπως οι γνωστοί πολτοί αλάτων βαρίου. Για την εξέταση των χοληφόρων (χολοκυστογραφία, χολαγγειογραφία) και των ουροφόρων οδών (ουρογραφία) χορηγούνται στον ασθενή ιωδιούχα σκευάσματα, τα οποία απεκκρίνει εκλεκτικά το συκώτι ή τα νεφρά και κάνουν συνεπώς σκιερές τις σχετικές οδούς απαγωγής. Για άλλους σκοπούς εισέρχονται τοπικώς υδατώδη ή ελαιώδη διαλύματα και ιωδιούχα σκευάσματα, όπως στη μυελογραφία, για τη διερεύνηση του υπαραχνοειδούς χώρου του νωτιαίου μυελού, στη βρογχογραφία, για τη διερεύνηση των βρόγχων, στην αρτηριογραφία, στην αγγειοκαρδιογραφία, για τη μελέτη της λειτουργικότητας της καρδιάς και των μεγάλων αγγείων, στη σπληνοπυελογραφία για τη διερεύνηση της πυλαίας κυκλοφορίας κλπ. Ως αρνητικά μέσα αντίθεσης χρησιμοποιούνται ο αέρας ή το οξυγόνο, που εισάγονται συνήθως στις σωματικές κοιλότητες για την εξακρίβωση των ορίων τους· με αντίθεση αερίου γίνονται οι εξετάσεις των κοιλίων του εγκεφάλου, των δεξαμενών του υπαραχνοειδούς χώρου, όπου κυκλοφορεί το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, των ενδοκοιλιακών οργάνων (πνευμοπεριτοναιογραφία), των οπισθοπεριτοναιικών οργάνων (οπισθοπνευμοπεριτοναιογραφία). Η ακτινολογική εξέταση, απλή ή με μέσα αντίθεσης, μπορεί να γίνει για παρατήρηση του ασθενή με φθοριστική οθόνη ή με λήψη φωτογραφιών (ακτινογραφίες), που μελετώνται έπειτα από τον ειδικό γιατρό. Η πρώτη μέθοδος ακτινολογικής εξέτασης (ακτινοσκόπηση) έχει το πλεονέκτημα να καθιστά δυνατή την παρατήρηση των οργάνων ενώ λειτουργούν.
Η ακτινογραφία, αντίθετα, έχει αναγκαστικά στατικό χαρακτήρα, επιτρέπει όμως τη μελέτη των λεπτομερειών και τον καλύτερο προσδιορισμό των ιδιομορφιών. Για ορισμένους άλλους σκοπούς μπορούμε να καταφύγουμε σε ιδιαίτερες ακτινολογικές μεθόδους, όπως π.χ. η ακτινογράφηση στη σειρά, κατά την οποία γίνονται διαδοχικά περισσότερες ακτινογραφίες, για να μπορεί να μελετηθεί ένα όργανο στις διάφορες φάσεις της λειτουργίας του, η ακτινοκινηματογραφία, που εφαρμόζει τις αρχές της κινηματογραφίας για τη διαπίστωση της κινητικότητας ορισμένων σπλάχνων, η ακτινοκυμογραφία, που εφαρμόζεται κυρίως για τη μελέτη της καρδιάς και του μεσοθωρακίου και συνίσταται στην απεικόνιση των κινήσεων των ακραίων περιοχών ενός οργάνου, η τομογραφία κλπ. Η ακτινοδιαγνωστική κατορθώνει να λαμβάνει πολύτιμες πληροφορίες για τις ανατομικές και φυσιολογικές συνθήκες των οργάνων· έργο της είναι ο καθορισμός της ακτινολογικής μορφής του φυσιολογικού και του πάσχοντος οργανισμού, καθώς και η συλλογή και η λεπτομερειακή εξέταση των στοιχείων που μπορούν οπωσδήποτε να βοηθήσουν στη διαπίστωση και την αποσαφήνιση των παθολογικών καταστάσεων.
Η ακτινοθεραπεία βασίζεται στη βιολογική δράση των ιονιζουσών ακτινοβολιών· μπορεί να εφαρμοστεί με ακτίνες, που εκπέμπονται από ραδιενεργά στοιχεία (ράδιο, ραδιενεργό κοβάλτιο κλπ.), και τότε ονομάζεται ραδιοθεραπεία, ή με ακτίνες Χ,που παράγονται με ειδικές συσκευές, και τότε ονομάζεται ακτινοθεραπεία.
Η εκλογή της μίας ή της άλλης μεθόδου εξαρτάται από τη διαπίστωση της έκτασης των βλαβών και από τον τύπο των ακτίνων που είναι κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν, εφόσον το βάθος ενέργειας και το βιολογικό αποτέλεσμα ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο των ακτινοβολιών, τη διεισδυτικότητά τους και τη δόση τους. Όσον αφορά τα τελικά αποτελέσματα της ακτινοθεραπείας, θα πρέπει να έχουμε υπόψη πως, εκτός από την ποιότητα των ακτίνων και τη δόση τους, μεγάλη αξία έχει η χρονική κατανομή τους.
Οι σημαντικότερες ενδείξεις της ακτινοθεραπείας είναι μερικές ανωμαλίες διάπλασης (διαμαρτίες από τη διάπλαση), όπως τα αγγειώματα, ορισμένες παθήσεις φλεγμονώδους και εκφυλιστικής φύσης (αρθρίτιδες και ιδιαίτερα η παραμορφωτική), παθήσεις των ενδοκρινών αδένων (όπως η ακρομεγαλία) και κυρίως οι νεοπλασίες. Η ραδιοθεραπεία εφαρμόζεται στις περισσότερες περιπτώσεις με ράδιο, άλλες φορές με ραδιενεργό χρυσό και τελευταία με Co60 που χρησιμοποιείται κυρίως στη θεραπευτική αγωγή επιφανειακών ή ενδοκυτταρικών νεοπλασιών· μια ιδιαίτερη μορφή ραδιοθεραπείας γίνεται με ισότοπα (βλ. λ.).
Η ακτινοθεραπεία μπορεί να γίνει με ακτινοβολίες μαλακές ή σκληρές, ανάλογα με το αν χρειάζεται να ενεργήσουμε στην επιφάνεια ή σε βάθος. Τα αποτελέσματα ποικίλλουν, ανάλογα με την απόσταση μεταξύ της πηγής των ακτίνων και της ζώνης που υποβάλλεται σε ακτινοβολία. Για πολύ μικρές εστιακές αποστάσεις, που επιτυγχάνονται με ειδικές συσκευές, χρησιμοποιείται ο όρος πλησιοακτινοθεραπεία. Η θεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί με ένα πεδίο, όταν η βλάβη είναι πολύ επιφανειακή, ή με κινητό πεδίο, αν η βλάβη βρίσκεται βαθιά, για να μη γίνουν ζημιές στους υπερκείμενους ιστούς.
Το κινητό πεδίο μπορεί να πραγματοποιηθεί απλούστατα με υποβολή του ασθενή σε ακτινοβολία υπό διαφορετική γωνία κάθε φορά ή με συσκευές εξαιρετικά πολύπλοκες και με περιστροφή της πηγής των ακτίνων γύρω από τη βλάβη, με κίνηση αιώρησης ή ελικοειδείς κινήσεις με κέντρο την ίδια τη βλάβη και, τέλος, με την τομογραφική μέθοδο. Τα τελευταία χρόνια, δίπλα στις καθιερωμένες συσκευές ακτινοθεραπείας με ακτίνες Χ χρησιμοποιούνται ευρύτατα και οι λεγόμενες βόμβες κοβαλτίου ή καισίου και το βήτατρον· πρόκειται για συσκευές χρήσιμες σε ειδικές περιπτώσεις, επειδή παρέχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν ακτινοβολίες με μεγάλη ένταση και σκληρότητα κατά πολύ ανώτερη από αυτή που επιτυγχάνεται με τις καθιερωμένες μεθόδους.
* * *η Ιατρ.ιατρικός κλάδος με αρχικό αντικείμενο τη χρήση τών ακτίνων Χ για τη διάγνωση διαφόρων νόσων και τη χρησιμοποίηση στη θεραπευτική τών ακτίνων Χ, τών ακτίνων γ και άλλων μορφών ιοντίζουσας ακτινοβολίας (δηλαδή ακτινοβολίας που προκαλεί τον σχηματισμό θετικών και αρνητικών ιόντων στην ουσία που ακτινοβολείται).
Dictionary of Greek. 2013.